συνέλευση

συνέλευση
(Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή το καταστατικό ενός σωματείου ή οργανισμού, είναι επιφορτισμένο με μία ή πολλές από τις παραπάνω αρμοδιότητες. Στο ιδιωτικό δίκαιο η σ. των μελών ή μετόχων είναι το ανώτατο όργανο, τόσο των σωματείων όσο και των ανώνυμων εταιριών. Στον τομέα του δημόσιου και ειδικότερα του συνταγματικού, η σημαία της είναι ευρύτερη και ουσιαστικότερη. Στον τομέα αυτόν, ο όρος καθιερώθηκε διεθνώς από το επαναστατικό δίκαιο της Γαλλίας, όταν στις 17 Ιουνίου 1789 η σύνοδος των «Τριών Τάξεων», που είχε συγκληθεί για να ασκήσει συμβουλευτικές αρμοδιότητες από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’, αυτοαποκλήθηκε «Εθνική Συνέλευση», διακηρύττοντας έτσι τον αντιπροσωπευτικό και κυρίαρχο χαρακτήρα της. Κατά τον 19o αι. ο όρος χρησιμοποιήθηκε γενικά στο πολιτικό δίκαιο για να δηλώσει, τόσο τις συμβουλευτικές όσο και τις καθαυτό αντιπροσωπευτικές σ., που πρόβλεψαν τα διάφορα συντάγματα.
* * *
η / συνέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
συνάθροιση πολλών ατόμων στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο με σκοπό την ανταλλαγή σκέψεων και τη λήψη αποφάσεων
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που συγκεντρώνονται για να ανταλλάξουν σκέψεις και να πάρουν αποφάσεις
2. φρ. α) «εθνική συνέλευση»
i) συνέλευση που προέρχεται από τον λαό, αντιπροσωπεύει το έθνος, συνέρχεται σε έκτακτες περιστάσεις και ασκεί συντακτική εξουσία, αλλ. εθνοσυνέλευση («η Β' Εθνική Συνέλευση τού Άστρους τής 29.3.1823»)
ii) ονομασία τής βουλής σε ορισμένες χώρες
β) «συνέλευση τών τάξεων»
i) σώμα αντιπροσώπων τών Ηνωμένων Επαρχιών τών Κάτω Χωρών κατά την περίοδο 1579-1795
ii) η συνέλευση τών αντιπροσώπων τών τριών τάξεων τής Γαλλίας, τού κλήρου, τών ευγενών και τής μη προνομιούχας τρίτης τάξης, κατά την περίοδο τής μοναρχίας, πριν από την επανάσταση τού 1789
γ) «τακτική συνέλευση» — συνέλευση που συγκαλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με το καταστατικό τής αντίστοιχης οργάνωσης
δ) «έκτακτη συνέλευση» — συνέλευση που συγκαλείται στο μεσοδιάστημα τών τακτικών συνελεύσεων και τής οποίας η σύγκληση γίνεται βάσει τών σχετικών διατάξεων τού καταστατικού τής αντίστοιχης οργάνωσης
ε) «γενική συνέλευση» — περιοδική συγκέντρωση τών μελών σωματείου, συλλόγου, εταιρείας ή πρωτοβάθμιας πολιτικής ή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία αποτελεί και το κύριο όργανό τους
στ) «γενική συνέλευση μετόχων» — το ανώτατο όργανο ανώνυμης εταιρείας που αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση και τού οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν και τους απόντες και τους διαφωνούντες μετόχους
ζ) «Γενική Συνέλευση τού ΟΗΕ»
διεθν. δίκ. κύριο όργανο τού ΟΗΕ στο οποίο αντιπροσωπεύονται όλα τα κράτη-μέλη τού οργανισμού, και που λειτουργεί σε τακτικές ετήσιες συνόδους οι οποίες αρχίζουν τον Σεπτέμβριο, σε έκτακτες συνόδους, όταν παρουσιάζεται ανάγκη, και σε επείγουσες έκτακτες συνόδους οι οποίες συγκαλούνται μέσα σε διάστημα 24 ωρών
η) «συνέλευση πιστωτών» — τρόπος περάτωσης μιας πτώχευσης κατά τον οποίο, αφού επαληθευθούν οι πιστώσεις, συνέρχονται οι πιστωτές για να διασκεφθούν επί τῶν προτάσεων τού πτωχεύσαντος, αλλ. πτωχευτικός συμβιβασμός
θ) «συντακτική συνέλευση» — η εθνική συνέλευση, που αναθεωρεί το Σύνταγμα ή συντάσσει νέο Σύνταγμα
μσν.
1. συνεργασία, σύμπραξη
2. κοινόβιο μοναχών
μσν.-αρχ.
συνεύρεση, συνουσία
αρχ.
1. γάμος
2. (για πράγμ.) α) συναγωγή, συλλογή («συνέλευσις κιόνων», Ιώσ.)
β) συνδυασμός, ένωση
3. γραμμ. α) συναίρεση
β) κράση
4. τόπος συνάθροισης («ἤκουσαν πάντες οἱ ἄνθρωποι... καὶ ἦλθον εἰς συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. μετ-έλευσις, προ-έλευσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνέλευση — η συγκέντρωση πολλών ατόμων για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Στη γενική συνέλευση των εκπαιδευτικών αποφασίστηκε η κήρυξη απεργίας. – Η πρώτη εθνική συνέλευση έγινε στηνΕπίδαυρο το 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνελεύσῃ — συναιρέω grasp fut part act fem dat sg (epic ionic) συνελεύσηι , συνέλευσις coming together fem dat sg (epic) συνέρχομαι ibo fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”